- περιρρυής
- περιρρυήςfalling down all roundmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
περιρρυής — ές, Α αυτός που ρέει κυκλικά, που ρέει ολόγυρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + ρρυής (< θ. ρυη τού ῥέω, πρβλ. αόρ. β ἐ ρρύη ν), πρβλ. κατα ρρυής] … Dictionary of Greek
περιρρηδής — ές, Α 1. αυτός που πέφτει, που ανατρέπεται απότομα γύρω σε κάτι ή πάνω σε κάτι 2. αυτός που πέφτει με ορμή μπροστά με το πρόσωπο 3. επικλινής, κατηφορικός και από τις δύο πλευρές του 4. ύπτιος, υπτιασμένος 5. (κατά το Μέγα Ετυμολογικόν)… … Dictionary of Greek